- εκλιπάρηση
- ηθερμή και επίμονη παράκληση, ικεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκλιπάρηση — η (AM ἐκλιπάρησις) θερμή παράκληση, ικεσία … Dictionary of Greek
ζητιανιά — η [ζητιάνος] 1. το να ζητιανεύει κάποιος, η επαιτεία 2. θερμή εκλιπάρηση, ικέτευση … Dictionary of Greek
καθικέτευση — η [καθικετεύω] θερμή ικεσία, παράκληση, εκλιπάρηση … Dictionary of Greek
προσλιπάρηση — η / προσλιπάρησις, ήσεως, ΝΑ [προσλιπαρῶ] θερμή και επίμονη παράκληση, εκλιπάρηση αρχ. έντονος ζήλος … Dictionary of Greek
έκκληση — η 1. επίκληση, εκλιπάρηση, πρόσκληση: Κάνουμε έκκληση στα πατριωτικά σας αισθήματα. 2. (νομ.), έφεση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)